Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ἀδελιφήρ: (φεόρ;) «ἀδελφός, Λάκωνες», Ἡσύχ.
lacon. ἀδελφός Hsch.