ἀδελιφήρ

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek (Liddell-Scott)

ἀδελιφήρ: (φεόρ;) «ἀδελφός, Λάκωνες», Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

lacon. ἀδελφός Hsch.