ἀδιάλειπτος
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ἀδιάλειπτον, unintermitting, incessant, Ti. Locr.98e, Ep.Rom.9.2, Hierocl.p.19.55A., Plu.2.121e, M.Ant.6.15. Adv. ἀδιαλείπτως Metrod.Herc.831.8, Polem.Hist.30, Plb.9.3.8, Posidon.25, LXX 1 Ma.12.11, Ep.Rom.1.9, PLond.3.1166.6 (i A.D.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no cesa, incesante, constante, ἀλλοίωσις Ti.Locr.98e, ὀδύνη Ep.Rom.9.2, κίνησις Aristeas 86, στεφανῶσαι θαλλοῦ στεφάνωι ἐφ' ᾗ ἔσχηκεν πρὸς τὴν σύνοδον ἀδιαλείπτῳ φιλοτιμίᾳ IG 22.1343.35 (I a.C.), cf. ICr.1.18.55.10 (Lito II d.C.), ἀ. εὐφημία Plu.2.121e, ἀδιάλειπτον εἶναι τῷ ζῴῳ τὴν ἑαυτοῦ συναίσθησιν ἐπελθεῖν Hierocl.p.19.55, ἡ τοῦ χρόνου ἀ. φορά M.Ant.6.15, πυρετός ... ἀπ' ἀρχῆς ἄχρι τέλους ἀδιάλεπτος (sic) Pall.Febr.15
•en uso adverb. τὰ κακὰ ἀδιάλειπτον ἔχει Sch.S.OT 198P.
2 que no falta ἀδιάλειπτον ἔχειν τὸ ὕδωρ Herm.Sim.2.8
•que no carece de nada ἵνα ἀ. γένηται ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ para que no le falte nada en su vida Herm.Sim.2.6.
3 sin merma, sin pérdidas μεταπαραδιδόναι τῷ μεθ' ἑαυτὸν ἱερεῖ ζωφυτοῦν καὶ ἀδιάλιπτον τὸ ἄλσος IStratonikeia 513.34 (Lagina III d.C.).
II adv. -ως incesantemente, ininterrumpidamente Metrod.Herc.831.8, Polem.Hist.30, Posidon.67, LXX 1Ma.12.11, Ep.Rom.1.9, PLond.1166.6 (I d.C.), Aristeas 92, Corn.ND 1, νικᾶν ταῖς μάχαις ἀ. Plb.9.3.8, λε[ι] τουργήσαντι ἀ. RECAM 2.178 (imper.), ἀ. θέντα τὸ ἔλαιον ἡμέρας τε καὶ νυκτός IM 163.7 (I d.C.), cf. CRIA 172.6 (Sebastópolis II d.C.), IStratonikeia 16.11 (Panamara II/III d.C.), τὸ χωρίον ποτίσαι ἀ. χειμῶνι τε καὶ θέρει PMasp.104.9 (VI d.C.), παραμεῖναι SB 10944.12 (VI d.C.), εἰ δὲ θέλεις ἀ. ἔχειν ῥόδα Gp.11.18.1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non interrompu, incessant;
NT: sans fin, sans cesse, continuel.
Étymologie: ἀ, διαλείπω.
German (Pape)
ununterbrochen, Tim.Locr. 98e.
• Adv. ἀδιαλείπτως, Scholl. Homer., Plut.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάλειπτος: непрерывный, беспрестанный Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάλειπτος: -ον, ὁ ἄνευ διαλειμμάτων ἀδιάκοπος, Τιμ. Λοκρ. 98Ε, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 2., Τιμ. Β΄ α΄, 3. - Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 9. 3, 8, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. α΄, 9, κτλ.
English (Abbott-Smith)
ἀδιάλειπτος, -ον (< διαλείπω),
unremitting, incessant: Ro 9:2, II Ti 1:3. (For exx., v. MM, VGT, s.v.) †
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of a compound of διά and λείπω; unintermitted, i.e. permanent: without ceasing, continual.
English (Thayer)
(διαλείπω to intermit, leave off), unintermitted, unceasing: 2 Timothy 1:3. (Tim. Locr. 98e.)
Greek Monotonic
ἀδιάλειπτος: -ον (διαλείπω), αυτός που δεν έχει διαλείμματα, αδιάκοπος, συνεχής, σε Καινή Διαθήκη· επίρρ. -τως, σε Πολύβ., Κ.Δ.
Middle Liddell
διαλείπω
unintermitting, incessant, NTest.; adv. -τως, Polyb., NTest.
Chinese
原文音譯:¢di£leiptoj 阿-笛阿-累普拖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-經過-缺乏的
字義溯源:不間斷的,不停的,繼續的,時常,不住地;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(διά)*=通過)及(λείπω)*=缺少,留下)組成。保羅在他的書信說到他關心信徒的光景,乃是不住的想念( 提後1:3),時常傷痛( 羅9:2)
出現次數:總共(2);羅(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 不住的(1) 提後1:3;
2) 時常(1) 羅9:2