ἀδικημένος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀδικημένος: (= ἀδικούμενος) μτχ. Ἐπιγρ. Τεγέας L. et F. 340 e.