ἀειθανής
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ἀειθανές, ever-dying, ever fearing death, Man.1.166.
Spanish (DGE)
(ἀειθᾰνής) -ές siempre aterrorizado por la muerte ἦτορ Man.1.166.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειθᾰνής: -ές, ὁ ἀείποτε θνήσκων, ὁ πάντοτε φοβούμενος θάνατον, Μανέθ. 1. 166.