ἀκαίριμος
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
η, ον, ill-timed: prov., ὅ τι κ' ἐπ' ἀκαιρίμαν γλῶσσαν ἔλθῃ quicquid in buccam venerit, Lyr.Adesp.86A.
Spanish (DGE)
-η, -ον
inoportuno πᾶν ὅττι κεν ἐπ' ἀκαιρίμαν γλῶσσαν ἴῃ κελαδεῖν dicho de los poetas Lyr.Adesp.102, de los nacidos bajo el signo de Géminis, Hippol.Haer.4.17.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαίριμος: -η, -ον, ὁ μὴ παρατηρῶν τὸν κατάλληλον καιρόν, Παροιμ. ὅ τι κεν ἐπ᾿ ἀκαιρίμαν γλῶσσαν ἔλθῃ, quicquid in buccam venerit, Schäf. Διον. περὶ Συνθ. σ. 8.
Russian (Dvoretsky)
ἀκαίριμος: Luc. = ἄκαιρος 1.
German (Pape)
α, ον, unzeitig, ungelegen, ὅ, τι κεν ἐπ' ἀκαιρίμαν γλῶσσαν ἔλθῃ, Sprüchw., was einem in den Mund kommt, Dion.Hal. C.V. p. 12; vgl. Athen. V.217c; Luc. hist.conscr. 32.