ἀκαταλλάκτως
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Russian (Dvoretsky)
ἀκαταλλάκτως: непримиримо (πολεμεῖν Dem.): ἀ. πρός τινα ἔχειν Polyb. непримиримо относиться к кому-л.