ἀκρονύκτιος
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
ἀκρονύκτιον, = ἀκρόνυκτος (rising at sunset), Ἄρης Man. 5.177.
Spanish (DGE)
-ον que sale al anochecer del planeta Marte, Man.5.177.
German (Pape)
[Seite 84] im Spätaufgange, von Sternen, Maneth. 5, 177.
Greek Monolingual
-α, -ο και ακρόνυχτος, -η, -ο (AM ἀκρονύκτιος, -ιον, Α και ἀκρόνυκτος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κατά την αρχή της νύχτας, στο σούρουπο
νεοελλ.
(το ουδ. ως επίρρ.) το ακρόνυχτο
τα ξημερώματα, την αυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -νύκτιος < νύξ].