ἀλητός
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
(A), ὁ, poet. for ἀλετός, εἰς ἀ. ἐπράθη was sold
A to grind in the mill, Babr.29.1.ἀλητός
ἀλητός (B), ή, όν, Adj. ground, Archig. ap. Orib.8.1.33.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 molido, ἅλς Archig. en Orib.8.1.33.
2 subst. τὸ ἀλητόν molienda Babr.29.1.
German (Pape)
[Seite 95] ὁ, Mühle, Batr. 29, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλητός: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἀλετός, εἰς ἀλ. ἐπράθη, ἐπωλήθη ὅπως ἀλέθῃ ἐν τῷ μύλῳ, Βαβρ. 29.1.
Greek Monolingual
ἀλητός, ο (Α)
η πράξη του αλέσματος, άλεση, άλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. αντί ἀλετός, ο «η πράξη του αλέσματος» (< ἀλῶ «αλέθω»)].
Greek Monotonic
ἀλητός: ὁ, ποιητ. αντί ἀλετός, σε Βάβρ.