ἀμυσταγώγητος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 132] nicht in die Mysterien eingeweiht, Sp.; ἀμυστηρίαστος, Schol. Theocr. 3, 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυσταγώγητος: -ον, ὁ μὴ μεμυημένος, Κύριλλ.
Spanish (DGE)
-ον no iniciado en los misterios Cyr.Al.M.70.1336D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμυσταγώγητος, -ον) μυσταγωγῶ
αυτός που δεν έχει μυσταγωγηθεί, μυηθεί στα μυστήρια της εκκλησίας, ο αμύητος.