ἀνίπταμαι

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνίπταμαι Medium diacritics: ἀνίπταμαι Low diacritics: ανίπταμαι Capitals: ΑΝΙΠΤΑΜΑΙ
Transliteration A: aníptamai Transliteration B: aniptamai Transliteration C: aniptamai Beta Code: a)ni/ptamai

English (LSJ)

= ἀναπέτομαι, Max.Tyr.22.6.

Spanish (DGE)

volar ἀετὸς δέ τις ... ἀνίπτατο D.C.56.42.3, cf. LXX Is.16.2, Max.Tyr.20.6, Clem.Al.Paed.3.2.11, Them.Or.27.337a.

German (Pape)

[Seite 238] Sp., = ἀναπέτομαι.

French (Bailly abrégé)

ao. dor. ἀνεπτάμαν;
s'envoler.
Étymologie: ἀνά, ἴπταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνίπταμαι: Her., Soph., Eur. = ἀναπέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίπταμαι: ἀποθ. = ἀναπέτομαι, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ἀνίπταμαι (ΜΑ)
(κυριολ. και μτφ.) πετώ προς τα επάνω, ανυψώνομαι.

Greek Monotonic

ἀνίπταμαι: αποθ., = ἀναπέτομαι.