ἀναθύω

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθύω Medium diacritics: ἀναθύω Low diacritics: αναθύω Capitals: ΑΝΑΘΥΩ
Transliteration A: anathýō Transliteration B: anathyō Transliteration C: anathyo Beta Code: a)naqu/w

English (LSJ)

(A),
A dart up, burst forth, ὕδωρ Call.Cer.30.

(B),
A sacrifice again, in Pass., D.C.37.46.
2 dedicate, IG5(2).554,555 (Melpea).
3 ἀναθύοντες· ἀναιροῦντες, παραβαίνοντες, Hsch.

Spanish (DGE)

brotar, saltar, salir como un surtidor ὕδωρ Call.Cer.29.
• Morfología: [aor. arcad. ὐνέθυσε IG 5(2).554 (Melpea V a.C.)]
1 volver a sacrificar τὰ ἱερά D.C.37.46.1, cf. Hsch.
2 consagrar Καμο̄̀ ὐνέθυσε τᾶι Κόρϝαι IG l.c.

German (Pape)

[Seite 188] darauf losstürmen, Ap. Rh. 3, 685, auffahren, VLL.; ὕδωρ ἐξ ἀμαρᾶν ἀνέθυε, das Wasser sprang hervor, Callim. Cer. 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθύω: (Α) ἀναπηδῶ, ὁρμῶ πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβλύζω, ὕδωρ Καλλ. εἰς Δήμ. 30.

Greek Monolingual

ἀναθυῶ (-άω) (Α)
οργώ εκ νέου για συνουσία, επιδιώκω πάλι γενετήσια επαφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θυῶ].

Greek Monolingual

(I)
ἀναθύω (Α)
1. ξαναθυσιάζω
2. αφιερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θύω Ι].
(II)
ἀναθύω (Α)
αναπηδώ, αναβλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θύω ΙΙ].