ἀνεπικωλύτως

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπικωλύτως: (ῡ) беспрепятственно (χρῆσθαι ταῖς ἡδοναῖς Diod.).

Spanish

libremente