ἀνιεῖς

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. poét. prés. de ἀνίημι.

Greek Monotonic

ἀνιεῖς: -ιεῖ, βʹ και γʹ ενικ. του ἀνίημι· ἀν-ίεις, ἀν-ίει, βʹ και γʹ ενικ. παρατ. (όπως αν προερχόταν από το ἀνιέω).