ἀφιστάνω

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφιστάνω Medium diacritics: ἀφιστάνω Low diacritics: αφιστάνω Capitals: ΑΦΙΣΤΑΝΩ
Transliteration A: aphistánō Transliteration B: aphistanō Transliteration C: afistano Beta Code: a)fista/nw

English (LSJ)

later form of ἀφίστημι, CPR5.14 (ii A. D.), Dsc.3.87, Luc.Sol.7:—Pass., ἀφιστάνομαι renounce, τινί τινος PRyl.117.22 (iii A. D.):—also ἀφιστάω, Ath.1.9b, Lib.Decl.51.14; opt. ἀφιστῴην dub. in X.Smp.2.20 (v. ἀφίστημι A. 11), cf. Luc.Sol.7.

Spanish (DGE)

1 tr. en v. act. quitar, apartar de una medicina δύναμιν δὲ ἔχει ... λειχῆνας καὶ λέπρας ... ἀφιστάνειν Dsc.3.87
alejar περισσὸν ἀφιστάνειν τὸν κατὰ τὸ τέλος τόνον A.D.Adu.184.6, cf. BGU 1127.19 (I a.C.), Stud.Pal.20.10.14 (II d.C.)
cit. como mal uso ático, Luc.Sol.7.
2 en v. med. renunciar a c. gen. y dat. ἀφιστανομένη ... τῷ Εὐδαίμονι τῆς ... κληρονομίας renunciando a la herencia en favor de Eudemón, PRyl.117.22 (III d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφιστάνω: μεταγ. τύπ. τοῦ ἀφίστημι, Διοσκ. 3. 101. ― Ὡσαύτως ἀφιστάω, Ἀθήν. 9Β· εὐκτ. ἀφιστῴην, ἀμφίβολον παρὰ Ξεν. ἐν Συμπ. 2. 20 (ἴδε τὸ ἑπόμ. ἐν Α. ΙΙ): πρβλ. Λουκ. Σολοικ. 7. Ἴδε Κοβήτου Novae Lectiones σ. 610.