ἄγερσις
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A gathering, mustering, στρατιῆς Hdt.7.5,48.
II = πανήγυρις, SIG2660.3 (Miletus, iii B. C., pl.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 concentración, leva στρατιῆς Hdt.7.5, 48.
2 colecta para el culto de Ártemis Escíride Milet 6(3).1225.3 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 12] ἡ, Versammlung, στρατιῆς u. στρατοῦ ποιεῖσθαι Her. 7, 5. 48, ein Heer zusammenbringen.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
rassemblement.
Étymologie: ἀγείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄγερσις -εως, ἡ ἀγείρω het verzamelen:. στρατοῦ ἂν ἄλλου τις... ἄγερσιν ποιοῖτο (als..., dan) kan iemand een ander leger verzamelen Hdt. 7.48.
Russian (Dvoretsky)
ἄγερσις: εως ἡ собирание, набор, сбор (στρατιῆς Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄγερσις: -εως, ἡ συνάθροισις, ἐπὶ Αἴγυπτον ἐποιέετο στρατιῆς ἄγερσιν, Ἡρόδ. 7, 5, 48.
Greek Monotonic
ἄγερσις: -εως, ἡ (ἀγείρω), συνάθροιση, συγκέντρωση, σε Ηρόδ.