ἐγκέραστος

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκέραστος Medium diacritics: ἐγκέραστος Low diacritics: εγκέραστος Capitals: ΕΓΚΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: enkérastos Transliteration B: enkerastos Transliteration C: egkerastos Beta Code: e)gke/rastos

English (LSJ)

ἐγκέραστον, mixed, blended, Plu.2.660c.

Spanish (DGE)

-ον
subst. τὸ ἐγκέραστον = moderación, amabilidadσυμποτικὸς λόγος ... ποιεῖ τῇ ἀνέσει τὸ ἱλαρὸν καὶ φιλάνθρωπον ἐγκέραστον Plu.2.660c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé dans ou à, τινι.
Étymologie: ἐγκεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκέραστος: смешанный, примешанный (τῇ ἀνέσει τὸ φιλάνθρωπον ἐγκέραστον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκέραστος: -ον, μεμιγμένος, ἐγκεκραμένος, Πλούτ. 2. 660C.

Greek Monolingual

ἐγκέραστος, -ον (Α)
ανακατωμένος.