γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
ἐννέϋσκλος: -ον, εἶδος ὑποδήματος μὲ ἐννέα τυλίγματα τοῦ ἱμάντος. Ὁ Ἡσύχ. γράφει τὴν λέξιν· ἐννήυσκλοι, καὶ ἑρμηνεύει: «ὑποδήματα Λακωνικῶν ἐφήβων».