ἐνυπνιασμός

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

German (Pape)

[Seite 860] ὁ, das Träumen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυπνιασμός: ὁ, = ὀνειρωγμός, Κύριλλ. Ἱεροσ. 82, Νείλ. Ἐπιστ. σ. 231, ἔκδ. Ἀλλατ., κλ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
sueño ποιεῖ ἐνυπνιασμὸν κακόν de una planta provoca un mal sueño, e.e., hace tener pesadillas, Anecd.Erm.231, cf. Cyr.H.Catech.6.33.

Greek Monolingual

ἐνυπνιασμός, ο (Μ)
1. ενυπνίασις
2. ονείρωξη, εκσπερματισμός κατά τον ύπνο.