ἐπεξήγησις
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ἐπεξηγήσεως, ἡ,
A detailed account, Phoeb.Fig.1.3, Sch.Il.11.221.
2 explanation, Corn.ND9.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, die hinzugefügte Erklärung, Schol. Ar. Nubb. 127 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεξήγησις: ἐπεξηγήσεως, ἡ, «ἐπεξήγησίς ἐστιν ἀσαφοῦς λόγου ἢ λέξεως σαφηνισμός» Γεώργ. Χοιροβοσκ. ἐν Ρητόρσι (Walz) τ. 8. σ. 819. 2) νέα ἢ λεπτομερὴς ἐξήγησις, Ἀριστόβ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. Ι. 893 Α, Β, Κορνοῦτ. π. Θ. Φύσ. 9.