ἐπιλινευτής

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλῐνευτής Medium diacritics: ἐπιλινευτής Low diacritics: επιλινευτής Capitals: ΕΠΙΛΙΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: epilineutḗs Transliteration B: epilineutēs Transliteration C: epilineftis Beta Code: e)pilineuth/s

English (LSJ)

ἐπιλινευτοῦ, ὁ, one who catches with nets, prob. in AP6.93 (Antip.<Thess.>).

German (Pape)

[Seite 958] ὁ, der Jäger mit Stellnetzen, Antip. Sid. 13 (VI, 93), ὁὐπιλινευτής.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλῐνευτής: οῦ ὁ охотник, расставляющий тенета, зверолов Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλῐνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβλέπων τὰ θηρευτικὰ λίνα, δίκτυα, ἢ ὁ δ’ αὐτῶν θηρεύων, Ἀνθ. Π. 6. 93 Ἰακώψ.

Greek Monolingual

ἐπιλινευτής, ὁ (Α)
αυτός που επιβλέπει τα κυνηγετικά δίχτια, ο κυνηγός πουλιών με δίχτια.