ἐργοδοσία

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργοδοσία Medium diacritics: ἐργοδοσία Low diacritics: εργοδοσία Capitals: ΕΡΓΟΔΟΣΙΑ
Transliteration A: ergodosía Transliteration B: ergodosia Transliteration C: ergodosia Beta Code: e)rgodosi/a

English (LSJ)

ἡ, letting out work, Arch.Anz.1904.8(Milet.).

Greek Monolingual

η (AM ἐργοδοσία)
νεοελλ.
οι εργοδότες ως ομάδα ή ως τάξη
αρχ.-μσν.
η ανάθεση εργασίας για εκτέλεση.