ἐρευθαλέος

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρευθᾰλέος Medium diacritics: ἐρευθαλέος Low diacritics: ερευθαλέος Capitals: ΕΡΕΥΘΑΛΕΟΣ
Transliteration A: ereuthaléos Transliteration B: ereuthaleos Transliteration C: erefthaleos Beta Code: e)reuqale/os

English (LSJ)

η, ον, (ἔρευθος) ruddy, Nonn. D. 12.329,359.

German (Pape)

[Seite 1026] roth, Nonn. D. 12, 359.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρευθαλέος: -α, -ον, (ἔρευθος), ἐρυθρός, Νόνν. Δ. 12. 329, 359.

Greek Monolingual

ἐρευθαλέος, -η, -ον
ερυθρός, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρευθος + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηραλέος)].