ἐρυθροβαφής

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθροβᾰφής Medium diacritics: ἐρυθροβαφής Low diacritics: ερυθροβαφής Capitals: ΕΡΥΘΡΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: erythrobaphḗs Transliteration B: erythrobaphēs Transliteration C: erythrovafis Beta Code: e)ruqrobafh/s

English (LSJ)

ἐρυθροβαφές, red-dyed, Eust.6.8.

German (Pape)

[Seite 1036] ές, rothgefärbt, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθροβαφής: -ές, κοκκινοβαμμένος, Εὐστ. 6. 8.

Greek Monolingual

-ές (Μ ἐρυθροβαφής, -ές)
βαμμένος με κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -βαφής < βαφή.