ἐσοχάδες

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐσοχάδες: -ων, αἱ, (εἰσέχω) ἐσωτερικαὶ αἱμορροΐδες, κοινῶς «ζοχάδες», Γαλην. 2. σ. 449. 19 καὶ 21, κτλ., πρβλ. ἐξοχάδες.

German (Pape)

αἱ (ἐσέχω), innere Adergeschwülste im Mastdarm, Medic.