ἑτερόγλωσσος

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόγλωσσος Medium diacritics: ἑτερόγλωσσος Low diacritics: ετερόγλωσσος Capitals: ΕΤΕΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: heteróglōssos Transliteration B: heteroglōssos Transliteration C: eteroglossos Beta Code: e(tero/glwssos

English (LSJ)

Att. ἑτερόγλωττος, ον,
A of other (i.e. foreign) tongue, Plb.23.13.2, Str.8.1.2; ἐν ἑτερογλώσσοις λαλεῖν by men of foreign tongue, 1 Ep.Cor.14.21, cf. Onos.26.2, Aq.Is.33.19.
2 of diverse tongues, ζῷα Ph.1.406.

German (Pape)

[Seite 1048] der eine andere Sprache redet, Gegensatz ὁμόγλωσσος, Pol. 24, 9, 5; Strab. VIII p. 333; N.T.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle une autre langue.
Étymologie: ἕτερος, γλῶσσα.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερόγλωσσος: атт. ἐτερόγλωττος 2 говорящий на чужом языке, иноязычный Polyb.: ἐν ἑτερογλώσσοις λαλεῖν τινι NT говорить с кем-л. на других языках.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, ὁ λαλῶν ἑτέραν, δηλ. ξένην γλῶσσαν, ξενόγλωσσος, Πολύβ. 24. 9, 5, Στράβ. 333· ἐν ἑτερογλώσσοις καὶ ἐν χείλεσιν ἑτέροις λαλήσω τῷ λαῷ τούτῳ, δι’ ἑτερογλώσσων καὶ διὰ ξένων χειλέων θὰ λαλήσω πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον, πρὸς Κορινθ. Α΄ Ἐπιστ. κ. ιδ΄, 21. ― Ἐπίρρ. -ώσσως, Ἰω. Χρυσ. τ. 3. σ. 234· ― ἀντίθετ. τῷ ὁμόγλωσσος.

English (Strong)

from ἕτερος and γλῶσσα; other- tongued, i.e. a foreigner: man of other tongue.

English (Thayer)

ἑτερογλωσσου, ὁ (ἕτερος and γλῶσσα), one who speaks (another i. e.) a foreign tongue (opposed to ὁμόγλωσσος): Aq.; Polybius 24,9, 5; Strabo 8, p. 333; (Philo, confus. lingg. § 3; others); but differently in γλῶσσα, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἑτερόγλωσσος, -ον και αττ. τύπος ἑτερόγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος, ο αλλόγλωσσος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διαφορετικές γλώσσες.
επίρρ...
ἑτερογλώσσως
σε ξένη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αμφί-γλωσσος, εύ-γλωσσος].

Greek Monotonic

ἑτερόγλωσσος: Αττ. -ττος, -ον (γλῶσσα), ξενόγλωσσος, ἐν ἑτεγλώσσοις, μέσω ετερόγλωσσων και αλλογλώσσων, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

γλῶσσα
of other tongue, ἐν ἑτερογλώσσοις by men of foreign tongue, NTest.

Chinese

原文音譯:™terÒglwssoj 誒帖羅-格羅所士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:不同-舌
字義溯源:說另一種話的,外邦人的舌頭;由(ἀλλοιόω / ἕτερος)*=別的)與(γλῶσσα)*=舌,語言)組成
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 外邦人的舌頭(1) 林前14:21