ἔθρισα

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monotonic

ἔθρῐσα: ποιητ. αντί ἐθέρισα, αόρ. αʹ του θερίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἔθρῐσα: (= ἐθέρισα) Aesch. aor. к θερίζω.