λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
ἔθρῐσα: ποιητ. αντί ἐθέρισα, αόρ. αʹ του θερίζω.
ἔθρῐσα: (= ἐθέρισα) Aesch. aor. к θερίζω.