ἔνσχιστος

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνσχιστος Medium diacritics: ἔνσχιστος Low diacritics: ένσχιστος Capitals: ΕΝΣΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: énschistos Transliteration B: enschistos Transliteration C: enschistos Beta Code: e)/nsxistos

English (LSJ)

ἔνσχιστον, split, cleft, Thphr. CP 5.17.2.

Spanish (DGE)

-ον
bot. cortado, abierto en dos τὰ τῆς ἐλάτης (ξύλα) para extraer la médula, Thphr.CP 5.17.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνσχιστος: -ον, ὁ ἐντὸς ἐσχισμένος, σχιστός, θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 2.

Greek Monolingual

ἔνσχιστος, -ον (Α) σχιστός
σχισμένος στο εσωτερικό.

German (Pape)

eingespalten, = σχιστός, Theophr.