ἠπειρόθεν
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
Adv. from the mainland, Arat.1094.
German (Pape)
[Seite 1173] vom Festlande her, Arat. 1094.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπειρόθεν: ἐπίρρ., ἐκ τῆς ἠπείρου, ἐκ τῆς ξηρᾶς, Ἄρατ. 1094.
Greek Monolingual
ἠπειρόθεν (Α)
επίρρ. από την ήπειρο, από τη στεριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + επίρρ. κατάλ. -θεν].