ἡδυπορφύρα
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, a kind of πορφύρα, Arist.Fr.304.
German (Pape)
[Seite 1154] ἡ, eine Art Purpurschnecke, Ath. III, 88 b, aus Arist. H. A.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠπορφύρα: (φῠ) ἡ пурпурная улитка Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυπορφύρα: ῠ, ἡ, εἶδος πορφύρας, θαλασσίου κογχυλίου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 287.
Greek Monolingual
ἡδυπορφύρα, ἡ (Α)
είδος πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + πορφύρα.