ἰθύλορδος
From LSJ
και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)
English (LSJ)
η, ον (ος, ον Mochl. l.c.), frontally convex, Hp. Art. 45, Mochl. 1, cf. Gal. 18(2).542.
German (Pape)
[Seite 1245] gerade vorwärts gebogen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύλορδος: -η, -ον, ἴδε ἰθύκυφος.
Greek Monolingual
ἰθύλορδος, -ον, θηλ. και ἱθυλόρδη (Α)
(για το κάτω τμήμα της σπονδυλικής στήλης) κυρτός στο μπροστινό μέρος ή που φαίνεται ίσιος από μπροστά και κυρτός προς τα εμπρός από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + λορδός «κυρτός»].