ἰσχαδώνης

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχᾰδώνης Medium diacritics: ἰσχαδώνης Low diacritics: ισχαδώνης Capitals: ΙΣΧΑΔΩΝΗΣ
Transliteration A: ischadṓnēs Transliteration B: ischadōnēs Transliteration C: ischadonis Beta Code: i)sxadw/nhs

English (LSJ)

ἰσχαδώνου, ὁ, buyer of figs, Pherecr.4.

German (Pape)

[Seite 1272] ὁ, Feigenkäufer, Poll. 7, 198.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχᾰδώνης: -ου, ὁ ἰσχάδας ὠνούμενος, ἀγοραστὴς ἰσχάδων, Φερεκρ. ἐν Ἀγαθοῖς» 4.

Greek Monolingual

ἰσχαδώνης, ὁ (Α)
αυτός που αγοράζει ξηρά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -ώνης (< ώνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπώνης, οπωρώνης].