ὁδοιπορέω
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
impf. ὡδοιπόρεον,-ουν, Hdt.4.116 (v.l. ὁ-), S.OT1027: fut. -ήσω Hp.Art.58: pf. ὁδοιπόρηκα Philippid. 13: plpf. 3pl. διοδοιπορήκεσαν Hdt.8.129:—Pass., pf. ὡδοιπόρηται Luc.Herm.2:—walk, Hdt.4.110, S.OT801; ὀρθότεροι -ήσουσι Hp. l.c.; ἐπ' ἄκρων ὁ. walk on tiptoe, S.Aj.1230; come, ὁ ξένος.. ὧδ' ὁδοιπορεῖ Id.OC 1251: c. acc. cogn., ὁδοιπορεῖν ὁδόν Hdt.4.116; ὁ. τοὺς τόπους walk over this ground, S.OT1027.—Used in Trag. and Ion. Prose, = Att. βαδίζω; also in later Prose, Act.Ap.10.9, Gal.9.500, PMag.Lond.121.181, X.Eph.3.2.
German (Pape)
[Seite 293] wandern; absol., Soph. O. R. 801 O. C. 99, u. übertr., ὑψήλ' ἐκόμπεις κἀπ' ἄκρων ὁδοιπόρεις, Ai. 1209; c. acc., ὡδοιπόρεις δὲ πρὸς τί τούσδε τοὺς τόπ ους; Soph. O. R. 1027, durchwandern; εἰς τὴν οἰκεομένην, Her. 4, 110; ὁδοιπόρεον ὁδόν, 4, 116; bei Sp., ὁδόν Luc. Hermot. 30.
French (Bailly abrégé)
ὁδοιπορῶ :
impf. ὡδοιπόρουν, f. ὁδοιπορήσω, ao. ὡδοιπόρησα, pf. ὁδοιπεπόρηκα;
pf. Pass. ὡδοιπόρημαι;
voyager, particul. à pied : ὁδ. τόπους SOPH parcourir des lieux ; ὁδόν HDT voyager.
Étymologie: ὁδοιπόρος.
Russian (Dvoretsky)
ὁδοιπορέω:
1 путешествовать, странствовать Soph., NT;
2 доходить, достигать (εἰς τὴν οἰκεομένην Her.);
3 проходить, проезжать (ὁδόν Her., Luc.);
4 обходить, посещать (τούσδε τοὺς τόπους Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοιπορέω: παρατατ. ὡδοιπόρεον, ουν, Ἡρόδ., Σοφ.· μέλλ. -ήσω· πρκμ. ὁδοιπεπόρηκα Φιλιππίδης ἐν «Λακιάδαις» 2 (ὅπερ διορθωτέον ὡδοιπόρηκα): ὑπερσ. ὡδοιπορήκεσαν (δι-) Ἡρόδ. 8, 127 (κατὰ Wess. Bekk. Krug. Dind., κατὰ δὲ Schaef. Gaisf. Stein. διοδοιπ-)· οὕτω καὶ παθητ. πρκμ. ὡδοιπόρηται Λουκ. Ἑρμότ. 2· (ὁδοιπόρος). Ὡς καὶ νῦν, ὁδοιπορῶ, «ταξιδεύω», ὁδεύω, Ἡρόδ. 4. 110, Σοφ. Ο. Τ. 801, κτλ.· ὁ ξένος ... ὦδ’ ὁδοιπορεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1251· ἐπ’ ἄκρων ὁδ., περιπατῶν ἐπὶ τῶν ἄκρων τῶν ποδῶν, δηλ ἐπὶ τῶν ὀνύχων, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1230· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὁδοιπορεῖν ὁδὸν Ἡρόδ. 4. 116· ὁδ. τοὺς τόπους, διέρχομαι τὸν τόπον τοῦτον, Σοφ. Ο. Τ. 1027.
English (Strong)
from a compound of ὁδός and πορεύομαι; to be a wayfarer, i.e. travel: go on a journey.
English (Thayer)
ὁδοιπόρῳ; (ὁδοιπόρος a wayfarer, traveller); to travel, journey: Herodotus, Sophocles, Xenophon, Aelian v. h. 10,4; Herodian, 7,9, 1, others.)
Greek Monotonic
ὁδοιπορέω: παρατ. ὡδοιπόρεον, -ουν, μέλ. -ήσω, παρακ. ὡδοιπόρηκα, Παθ. παρακ. ὡδοιπόρημαι, σε Λουκ.· (ὁδοιπόρος), ταξιδεύω, περπατώ, πεζοπορώ, βαδίζω, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ὁδοιπορέω τοὺς τόπους, περιέρχομαι αυτήν την περιοχή, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὁδοιπόρος
to travel, walk, Hdt., Soph., etc.; ὁδ. τοὺς τόπους to walk over this ground, Soph.
Chinese
原文音譯:Ðdoiporšw 何堆-坡雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:諸路-行
字義溯源:徒步旅行,旅行,行路;由(ὁδός / ὁδοποιέω)*=道路)與(πορεύομαι)=走過)組成;其中 (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=察驗),而 (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=刺)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 行路(1) 徒10:9