ὁμηγενής
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ὁμηγενές, born together, twin, κοῦρος Epigr.Gr.(add.)228b4 (Ephes.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμηγενής: -ές, ὁ ὁμοῦ γεννηθείς, δίδυμος, κοῦρον ὁμηγενέα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (Προσθῆκαι) 228b. 4.
Greek Monolingual
ὁμηγενής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε σε έναν τοκετό μαζί με άλλον, δίδυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γενής (< γένος). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].