ὁμοδούλως

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοδούλως: Ἐπίρρ. τοῦ ὁμόδουλος, Εὐμάθ. σελ. 58, ἔκδ. Teuch.