Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ὁμοδούλως: Ἐπίρρ. τοῦ ὁμόδουλος, Εὐμάθ. σελ. 58, ἔκδ. Teuch.