ὁμόκραιρος

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόκραιρος Medium diacritics: ὁμόκραιρος Low diacritics: ομόκραιρος Capitals: ΟΜΟΚΡΑΙΡΟΣ
Transliteration A: homókrairos Transliteration B: homokrairos Transliteration C: omokrairos Beta Code: o(mo/krairos

English (LSJ)

ὁμόκραιρον, with like horns, Nonn. D. 1.336, al.

German (Pape)

[Seite 337] mit gleichen Hörnern, Nonn. D. 1, 335.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκραιρος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν κεφαλὴν ἢ ὅμοια κέρατα, Νόνν. Δ. 1. 336.

Greek Monolingual

ὁμόκραιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοια κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κραῖρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. ορθόκραιρος)].