ὤριον
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
Adv., Ion. for αὔριον, Gramm.post Greg.Cor.p.698S.
German (Pape)
[Seite 1414] adv., ion. statt αὕριον.
Greek (Liddell-Scott)
ὤριον: ἐπίρρ., Ἰων. ἀντὶ αὔριον, Ἐκλογ. Γραμματικ. Βατικαν. παρὰ τῷ Γρηγ. Κορίνθου παράρτ. 698.