ῥαβδονομέω

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδονομέω Medium diacritics: ῥαβδονομέω Low diacritics: ραβδονομέω Capitals: ΡΑΒΔΟΝΟΜΕΩ
Transliteration A: rhabdonoméō Transliteration B: rhabdonomeō Transliteration C: ravdonomeo Beta Code: r(abdonome/w

English (LSJ)

to be ῥαβδονόμος, sit as umpire, S.Tr.516 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 829] Kampfrichter sein, über den Kampf richten, entscheiden, Soph. Trach. 513, Schol. erklärt βραβεύω, διατάττω.

French (Bailly abrégé)

ῥαβδονομῶ :
être juge d'un combat.
Étymologie: ῥαβδονόμος.

Russian (Dvoretsky)

ῥαβδονομέω: быть судьей на состязании, решать спор Soph.

Greek Monolingual

ραβδονομέω, Α ῥαβδονόμος
είμαι ραβδονόμος, κρατώ ράβδο ως σημείο της εξουσίας μου, είμαι λ.χ. κριτής αγώνα («μόνα δ' εὔλεκτρος ἐν μέσῳ Κύπρις ῥαβδονόμει ξυνοῦσα», Σοφ.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδονομέω: εἶμαι ῥαβδονόμος, κάθημαι ὡς ἀγωνοδίκης, Σοφ. Τρ. 516.

Greek Monotonic

ῥαβδονομέω: μέλ. -ήσω, καθίσταμαι διαιτητής, κριτής, αγωνοδίκης, σε Σοφ.

Middle Liddell

ῥαβδονομέω, fut. -ήσω
to sit as umpire, Soph. [from ῥαβδονόμος