ῥικνήεις
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ῥικνήεσσα, ῥικνήεν, poet. for ῥικνός, Nic.Th.137.
German (Pape)
[Seite 843] εσσα, εν, poet. = ῥικνός, runzlig, zusammengeschrumpft, γῆρας Nic. Th. 137, u. a. sp. D., wie Christod. ecphr. 340.
Greek (Liddell-Scott)
ῥικνήεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ ῥικνός, Νικ. Θηρ. 137, Χριστοδ. Ἔκφρ. 338.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
ρικνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥικνός «ζαρωμένος, κυρτός» + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμήεις)].