ῥᾳθύμως
From LSJ
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
French (Bailly abrégé)
adv.
tranquillement, avec calme;
Cp. ῥᾳθυμοτέρως ou ῥᾳθυμότερον.
Étymologie: ῥᾴθυμος.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾳθύμως: (ῡ)
1 беззаботно, беспечно (φέρειν τι Plat.);
2 равнодушно, с пренебрежением: ῥ. ἔχειν περί τι Polyb. нерадиво относиться к чему-л.