abortivo
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Spanish > Greek
ἀμβλώθριον, ἀμβλωθρίδιος, ἀμβλωθρίδιον, ἀμβλωτικός, ἐκτρωτικός, ἐκτρωματικός, ἐκτρωματιαῖος, ἀπόφθαρμα, ἐμβρυοκτόνος, ἐκβόλιος
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
ἀμβλώθριον, ἀμβλωθρίδιος, ἀμβλωθρίδιον, ἀμβλωτικός, ἐκτρωτικός, ἐκτρωματικός, ἐκτρωματιαῖος, ἀπόφθαρμα, ἐμβρυοκτόνος, ἐκβόλιος