absoluto
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Spanish > Greek
αὔταρχος, ἐντελής, αὐτεξούσιος, ἀόριστος, αὐτοκρατορικός, ἄσχετος, ἀκραιφνής, ἀσύμπλοκος, ἀσύζυγος, ἐλαχύς, ἀνυπόθετος, ἀπολυτικός, ἀπολύω, ἀπόλυτος, ἅπας, ἁπλόος