arrogantly
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English > Greek (Woodhouse)
adverb
P. and V. σεμνῶς, P. ὑπερηφάνως, μεγαλοφρόνως, V. ὑψικόμπως, ὑπερκόπως.