kunstwerk
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Dutch > Greek
δαίδαλμα, δαίδαλον, δαιδαλούργημα, δημιούργημα, ἐργασία, καλλιούργημα, κατασκεύασμα, τέχνα, τέχνη, τέχνημα, τεχνίτευμα, τεχνούργημα, φιλοτέχνημα, χειροτέχνημα