voluntario
From LSJ
Spanish > Greek
ἐθελητός, αὐτόγνωτος, ἐθελουργός, ἑκών, ἐθελούσιος, ἀνυπαναγκαῖος, ἀπαράκλητος, ἑκούσιος, ἐθελοντής, αὐθαίρετος, ἐθελοντήρ, ἐθελόντιος, βολουντάριος, αὐθεκούσιος, αὐτοκελής, ἑκοντής
ἐθελητός, αὐτόγνωτος, ἐθελουργός, ἑκών, ἐθελούσιος, ἀνυπαναγκαῖος, ἀπαράκλητος, ἑκούσιος, ἐθελοντής, αὐθαίρετος, ἐθελοντήρ, ἐθελόντιος, βολουντάριος, αὐθεκούσιος, αὐτοκελής, ἑκοντής