ἀκροσαπής

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ές, (σήπομαι)

   A slightly 'high', Hp.Alim.41.

German (Pape)

[Seite 85] ές, oben verwesend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροσᾰπής: -ές, (σήπομαι) «σιτίον νέοισιν ἀκροσαπές», ἐπιπολῆς, ἐπὶ βραχὺ μεταβεβλημένον, Ἱππ. 382, 41.

Spanish (DGE)

-ές
ligeramente pasado o macerado σιτίον Hp.Alim.41, cf. ἀ.· τὸ ἐπιπολῆς μεταβεβληκός Gal.19.73.

Greek Monolingual

ἀκροσαπής, -ὲς (Α)
αυτός που αρχίζει να σαπίζει, ο ελαφρά αλλοιωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -σαπὴς < ἐσάπην. σήπομαι].