-η, -ο (AM ἄπονος, -ον)μσν.- νεοελλ.άσπλαχνος, σκληρόκαρδοςαρχ.1. ο δίχως μόχθο ή κόπο, άκοπος2. ο δίχως πόνο, ανώδυνος3. (για ανθρώπους) οκνηρός, τεμπέλης.