ανυπομονώ
Greek Monolingual
(-έω)
είμαι ανυπόμονος, ανησυχώ, βιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανυπόμονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου].
(-έω)
είμαι ανυπόμονος, ανησυχώ, βιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανυπόμονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου].