ἀπολυτρωτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A for ransom, Suid. s.v. θυσία.
Spanish (DGE)
-ή, -όν propiciatorio del rescate (θυσίαι) Sud.s.u. θυσία.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που απολυτρώνει.
ή, όν,
A for ransom, Suid. s.v. θυσία.
-ή, -όν propiciatorio del rescate (θυσίαι) Sud.s.u. θυσία.
-ή, -ό
αυτός που απολυτρώνει.