ἀνεπιστρεφής

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ές, = foreg.,

   A ἀ. τινος careless of, Placit.1.7.7; inexorable, τὸ ἀ. τῆς δίκης Corn.ND21.

German (Pape)

[Seite 225] ές, dass., Plut. plac. phil. 1, 7 M.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιστρεφής: -ές, = τῷ προηγ., ἀν. τινος, ἀμελής τινος, ἀδιάφορος πρός τι, Πλούτ. 2. 881Β: - ἄκαμπτος, ἀμείλικτος, Ἰουστῖν. Μ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
indifférent à, gén..
Étymologie: ἀ, ἐπιστρέφω.

Spanish (DGE)

-ές
1 desdeñoso, que no se preocupa τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων Placit.1.7.7.
2 subst. τὸ ἀ. inexorabilidad τῆς δίκης Corn.ND 21.

Greek Monolingual

ἀνεπιστρεφής, -ές (Α)
1. αμελής, αδιάφορος
2. αμείλικτος, αδυσώπητος.