γαιονόμος

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ον,

   A dwelling in the land: inhabitant, A.Supp.54(anap.).

Greek (Liddell-Scott)

γαιονόμος: -ον, ὁ κατοικῶν τὴν γῆν, κάτοικος, τεκμήρι’ , ἃ γαιονόμοισιν ἄελπτα, ἐκ διορθώσεως του Herm. ἀντὶ τεκμήρια τά τ’ ἀνόμοια οἶδ’ ἄελπτα ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 54.

Spanish (DGE)

-ον
que vive en la región, de donde sust. habitante A.Supp.54.

Greek Monolingual

γαιονόμος, -ον (Α)
εκείνος που διαμένει σε μια χώρα, ο κάτοικος.